- πτολίοικος
- πτολί-οικος [ῐ], ὁ,A dweller in the city, on Cretan coins, BMus.Cat. Coins Cretep.8 (Aptera, iv B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτολίοικος — ον, Α ο κάτοικος μιας πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. τού πόλις + οικος (< οἶκος), πρβλ. ορεσί οικος] … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek